- ριμαδόρος
- ο, Ν1. αυτός που συνθέτει αυτοσχέδια επίκαιρα, επαινετικά ή σκωπτικά δίστιχα2. (με ειρων. σημ.) στιχοπλόκος, στιχογράφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. rimadore].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ριμαδόρος — ο θηλ. α στιχοπλόκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)